ἀδιαφορῶν

ἀδιαφορῶν
ἀδιαφορέω
to be indifferent
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιαφόρων — ἀδιάφορος not different masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • Επινός, Γιοχάνες — (Johannes Aepinus, 1499 – 1553). Γερμανός θεολόγος. Διετέλεσε πρώτος πρόεδρος του κονσιστορίου του Αμβούργου. Υπήρξε φίλος του Λούθηρου και ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εδραίωσης και της διάδοσης της Μεταρρύθμισης. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή …   Dictionary of Greek

  • Ζιροντού, Ζαν — (Jean Giraudoux, Μπελάκ, Oτ Βιεν 1882 – Παρίσι 1944). Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και την εγγραφή του στο École Normal Supérieure, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”